- ψυχρόσαρκος
- -ον, Ααυτός που έχει κρύα σάρκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. τρυφερό-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχροσάρκους — ψυχρόσαρκος with cold flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρόσαρκοι — ψυχρόσαρκος with cold flesh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek